- αποχαλινωμένος
- η , ο[ν] разнузданный, распоясавшийся, оголтелый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποχαλινώνομαι — αποχαλινώνομαι, αποχαλινώθηκα, αποχαλινωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποχαλινώνομαι — ώθηκα, ωμένος, ρίχνομαι στην ασωτεία: Αποχαλινωμένος είχε ριχτεί σε κάθε είδους παραλυσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)